προσυπόκειμαι

προσυπόκειμαι
Α
1. υπόκειμαι επί πλέον
2. υποθηκεύομαι επί πλέον
3. λαμβάνομαι ως επί πλέον υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπόκειμαι «βρίσκομαι από κάτω, υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως βάση υπόθεσης ή συλλογισμού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”